Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Εκχύμωση

Εκχύμωση (η): η εκροή αίματος στους ιστούς λόγω ρήξεως των αγγείων, που εκδηλώνεται με μελάνιασμα του δέρματος (αιμάτωμα). Συνώνυμα μελανιά, εκχύμωμα (το). Ετυμ. εκχύμωσις,εκχυμώ (-όω),εκ- + -χυμός,χυμός.

Πέφτω συχνά. Μετά όμως σηκώνομαι και προχωρώ. Αν δεν ματώσω εκείνη την ώρα, τη συνειδητοποιώ την επόμενη ή ακόμη και την μεθεπόμενη. Ακουμπώ κάπου και πετιέμαι από τον πόνο. Τότε που το χρώμα της είναι μπλε-μωβ. Την ψάχνω κι αρχίζω να την ψηλαφώ, η πίεση των δαχτύλων μου αυξάνεται σταδιακά. Ο πόνος του ζουλήγματος μου προκαλεί μιά γλυκιά ηδονή. Πιέζω όσο μπορώ την δεύτερη και την τρίτη ημέρα γιατί ο χρόνος της είναι πεπερασμένος, όπως και ο δικός μου άλλωστε. Μετά θα ξεθωριάσει σε αυτό το εμετικό κίτρινο που δίνει μιά τελείως ξενέρωτη αίσθηση μεταξύ πόνου και ενόχλησης. Το βαθύ μπλέ-μωβ είναι το στάδιο του μέγιστου πόνου. Το αγαπημένο μου.
Θαρρώ πως η καρδιά μου αρχίζει να ξεχρωματίζει στο κίτρινο.